ΥΔΑΤΟΓΡΑΦΙΕΣ, ΑΚΟΥΑΡΕΛΕΣ


Δεν είναι τυχαίο ότι ο Μανουσάκης αποκαλούσε «περιπατητική ζωγραφική» ή «ζωγραφική του δρόμου» την περίοδο της δουλειάς του στις δεκαετίες του 1950 και 1960, τότε που είχε αρχίσει να ταξιδεύει στην Ελλάδα ως περιηγητής και να καταγράφει με πάθος −με τις ακουαρέλες και τα σχέδιά του− καθετί που τον συγκινούσε: ανθρώπινους τύπους, σκηνές της καθημερινής ζωής, τοπία, απόψεις δρόμων, σπίτια και εκκλησίες, μαγαζιά, ταβέρνες και καφενεία, απομονώνοντας με τον δικό του τρόπο στοιχεία της ταυτότητάς μας που συνθέτουν μια διαχρονική Ελλάδα. Θυμίζει η δουλειά του αυτή τους περιηγητές ζωγράφους του 19ου αιώνα, που με τα σχέδια και τα ζωγραφικά τους έργα διέσωσαν την εικόνα του τόπου μας σ’ εκείνα τα χρόνια. Ο Μανουσάκης, όπως έγραφε στα 1952 ένας Κρητικός ζωγράφος και επιστήθιος φίλος του, ο Θωμάς Φανουράκης, είδε τις εικόνες αυτές «μέσα σ’ όλο το αδιάφθορο ‘ρωμέικο’ χρώμα τους».
Στην περίοδο 1950-1960 ζωγραφίζει κυρίως εκτός εργαστηρίου, και η πιο πρόσφορη τεχνική για μια τέτοια ζωγραφική ήταν φυσικά η υδατογραφία σε έργα μικρών διαστάσεων. «Οι ακουαρέλες», έλεγε, «και ευμετακόμιστες ήσαν και γρήγορα στέγνωναν και τελείωναν μέσα σε λίγες ώρες, την ίδια μέρα».
Στις ακουαρέλες του ο Μανουσάκης περιγράφει με ακρίβεια γραφικές λεπτομέρειες με χρώματα καθαρά και λυρικά και δίνει ιδιαίτερη σημασία στο σχέδιο.
Επειδή ο Μανουσάκης είχε μελετήσει, όσο λίγοι, την τεχνική της ακουαρέλας και ένα μεγάλο μέρος του έργου του έχει φιλοτεχνηθεί μ’ αυτή την τεχνική, αξίζει να παραθέσουμε ένα σύντομο αδημοσίευτο κείμενό του για το πώς δουλεύεται η ακουαρέλα:
«Η ακουαρέλα δεν είναι μια εύκολη λύση», γράφει ο Μανουσάκης, «όπως νομίζουν μερικοί. Η ακουαρέλα έχει βέβαια τις ευκολίες της σε σύγκριση με τη λαδομπογιά, γιατί το χρώμα στεγνώνει αμέσως και αυτό μας επιτρέπει να επανέλθομε με νέο χρώμα, χωρίς να μας εμποδίζει το προηγούμενο, αλλά γενικώς οι δυσκολίες που παρουσιάζει η ακουαρέλα είναι περισσότερες από τις ευκολίες.
Τα χρώματα της ακουαρέλας είναι διαφανή και αυτή τη διαφάνεια των χρωμάτων εκμεταλλευόμαστε για να κάνομε το χρώμα ανοικτότερο ή σκουρότερο, ανάλογα με την ποσότητα του νερού που θα χρησιμοποιήσομε για τη διάλυσή του. Στην ακουαρέλα δεν χρησιμοποιούμε λευκό χρώμα, το λευκό χρώμα είναι το χαρτί…. Η ακουαρέλα δεν επιδέχεται διορθώσεις. Στην ακουαρέλα δεν μπορούμε να σβήσομε ένα χρώμα και στη θέση του να βάλομε ένα άλλο. Ούτε είναι εύκολο ένα χρώμα, που από λάθος μας έγινε σκουρότερο από όσο έπρεπε, να το κάνομε ανοικτότερο. Γι’ αυτό το λόγο πρέπει να προχωρούμε συντηρητικά, από τα ανοικτότερα χρώματα στα σκουρότερα. Το ίδιο ισχύει και για την καθαρότητα των χρωμάτων. Ένα χρώμα καθαρό μπορεί να «λερωθεί» με ένα άλλο χρώμα που θα πέσει από πάνω, ενώ ένα χρώμα «λερωμένο» δεν μπορεί να «καθαρίσει». Γι’ αυτό το λόγο πρέπει τα χρώματά μας αρχικώς να είναι καθαρά και σιγά-σιγά, με αλλεπάλληλα στρώματα που ακολουθούν, να «λερώνονται» όσον θέλομε και όποτε θέλομε.
Υπάρχουν δύο εντελώς διαφορετικοί τρόποι να δουλεύομε την ακουαρέλα. Ο πρώτος  είναι εκείνος που μας επιτρέπει να έχομε σαφή περιγράμματα, επομένως να διατηρούμε το σχέδιό μας. Ο τρόπος αυτός μας επιβάλλει να περιμένομε να στεγνώσει  το ένα στρώμα για να ακολουθήσει  το επόμενο. Ο άλλος τρόπος είναι η γνωστή ακουαρέλα με τα ασαφή περιγράμματα. Εδώ η ακουαρέλα δουλεύεται συνεχώς, δεν περιμένομε να στεγνώσει το χαρτί για να έλθει η σειρά του άλλου χρώματος.
Αυτή η τεχνική επιτρέπει μια αλληλοδιείσδυση των χρωμάτων, επομένως δεν έχομε εδώ σαφή περιγράμματα, έχομε όμως θαυμάσια εφέ, αλλά χρειάζεται μεγάλη άσκηση για να μπορεί ο καλλιτέχνης να ελέγχει αυτά τα εφέ και το τελικό αποτέλεσμα.
Η ακουαρέλα γενικά πρέπει να βγαίνει αβίαστη (φρέσκια, όπως λέμε συνήθως). Αν αυτό δεν το πετύχομε, είναι προτιμότερο να καταστρέφομε την πρώτη προσπάθεια και να επιχειρούμε μια δεύτερη, εκμεταλλευόμενοι την πείρα που έχομε αποκτήσει εν τω μεταξύ».
Απόψεις και κτίσματα  – Καφενεία, ταβέρνες και μαγαζιά
Από την προπολεμική εποχή, που συμπίπτει με τα φοιτητικά του χρόνια, έχουν σωθεί, όπως είδαμε, ορισμένες ακουαρέλες και κυρίως λάδια, έργα που χρονολογούνται από το 1935-1939 και  αποτυπώνουν συνήθως εικόνες από το Ηράκλειο, τη γενέτειρά του, και από την Αθήνα, κυρίως από τα Κουπόνια, όπου έμενε, και από τις γειτονιές κοντά στον Υμηττό, που οι ήρεμες πλαγιές του ήταν ένα οικείο γι’ αυτόν τοπίο. Τα ίδια μέρη τον εμπνέουν και στα πρώτα χρόνια μετά τον Πόλεμο, από το 1944-49.
Από το 1950 και μετά αρχίζει να ταξιδεύει στην Αττική και στην Πελοπόννησο, αλλά και στα νησιά, όχι μόνο στα κοντινά στην Αθήνα –Σαλαμίνα, Αίγινα, Πόρο, ΄Υδρα και Σπέτσες– αλλά και στις Κυκλάδες, στα νησιά του Α. Αιγαίου, στα Δωδεκάνησα και φυσικά στην  Κρήτη. Από το 1960 και μετά, παντρεμένος πια με τη Σοφία, θα περιηγηθεί όλο τον ελληνικό χώρο, την ηπειρωτική χώρα και τα νησιά, κι ακόμα τη Μ. Ασία, τη Ν. Ιταλία (Magna Graecia), την Κύπρο, την Αίγυπτο, τη χερσόνησο του Σινά αλλά και πολλές ευρωπαϊκές χώρες· και φυσικά στις περιηγήσεις του ζωγραφίζει και σχεδιάζει αχόρταγα.
Στις δεκαετίες του ’50 και του ’60 ζωγραφίζει πολύ γωνιές της Αθήνας αλλά και της Αττικής. Από τις αγαπημένες του, εκτός Αθηνών,  περιοχές ήταν η Καισαριανή, το Νέο Φάληρο, η Καστέλλα, η Πετρούπολη,  το Μαρούσι, το Χαλάνδρι, η Πεντέλη, το Μάτι και η Ν. Μάκρη.
Στην Αθήνα δεν είναι τόσο τα αρχαία μνημεία που τραβούν  το ενδιαφέρον του όσο οι γραφικοί δρόμοι και τα απλά λαϊκά ή νεοκλασικά σπίτια. Προσφιλές θέμα του είναι επίσης οι χαμηλές στέγες των σπιτιών στην παλιά πόλη, ιδωμένες από ψηλά, με την Ακρόπολη στο βάθος. Από το 1963, όταν θα στήσει το ατελιέ του στην Πλάκα, ζωγραφίζει πολύ  δρόμους της Πλάκας και παλιά κτίσματα, καμιά φορά και κάποια μνημεία ενταγμένα στον ιστό της πόλης, όπως το χορηγικό μνημείο του Λυσικράτους. Μερικά από τα έργα αυτά τα δούλεψε επίσης σε λάδι ή τέμπερα και σε μεγαλύτερες διαστάσεις, προσπαθώντας να μεταφέρει και στα υλικά αυτά ό,τι είχε κατακτήσει στη ζωγραφική μικρών διαστάσεων και στην υδατογραφία. Τον συγκινούν επίσης γενικές απόψεις περιοχών με κήπους και ανοίγματα, όπως το ΄Αλσος Παγκρατίου και το Ζάππειο, και απόψεις της πόλης  από το Μετς όπου έζησε αρκετά χρόνια, αλλά και το αντίθετο, γωνιές με φόντο τα πολυώροφα κτίρια της πρωτεύουσας. Την Αθήνα θα την ζωγραφίσει και στα 1985, όταν ανέλαβε να εικονογραφήσει το ετήσιο ημερολόγιο της Εμπορικής Τράπεζας με ακουαρέλες από την «αθάνατη πολιτεία», αλλά και αργότερα, έως το 1997.
Σχετικά όψιμα (1965, 1967 και 1989-1990) είναι και τα έργα του με θέμα την πόλη του Πειραιά, τα περισσότερα ακουαρέλες. Και εδώ τα βήματα και τα συναισθήματά του τον οδηγούν σε μέρη γραφικά, στη Δραπετσώνα, στην Πειραϊκή και στα παλιά σπίτια. Μια άποψη με το λιμάνι του Πειραιά, ζωγραφισμένη στα 1990, είναι από τα τελευταία δείγματα της «περιπατητικής ζωγραφικής», όπως ο ίδιος αποκαλούσε τις ακουαρέλες από τις περιηγήσεις του.
Πλούσια είναι η σειρά με ακουαρέλες από τα αιγαιοπελαγίτικα νησιά, που χρονολογούνται από το 1951 έως το 1984. Το 1960 μάλιστα το ετήσιο ημερολόγιο της εταιρείας τσιμέντων «ΑΓΕΤ-Ηρακλής» ήταν αφιερωμένο στις Κυκλάδες, όπως τις είδε και τις ζωγράφισε ο Γιώργος Μανουσάκης. Αμοργός, ΄Ανδρος, ΄Ιος, Κέα, Μήλος, Μύκονος, Νάξος, Πάρος, Σαντορίνη, Σέριφος, Σίφνος, Σύρος, Σχοινούσα, Τήνος και Φολέγανδρος είναι τα Κυκλαδονήσια που ζωγράφισε στα ταξίδια του.
Στις ακουαρέλες του το εκτυφλωτικό φως των Κυκλάδων συνομιλεί με το λευκό χρώμα των σπιτιών –το αποδίδει εκπληκτικά με τη χρήση τέμπερας– και με το βαθύ και φωτεινό μπλε χρώμα της θάλασσας του Αιγαίου. Κάστρα και γειτονιές, εκκλησάκια και σπίτια, αλώνια κι αυλές, μαγαζιά και καφενεία μαρτυρούν την πορεία του ανθρώπου μέσα στον χρόνο.
Με την ίδια ευαισθησία έχει καταγράψει εικόνες από τα Δωδεκάνησα   –από την Πάτμο και τη Νίσυρο– αλλά και από τα νησιά του Α. Αιγαίου, τη Λήμνο, τη Χίο, τη Σάμο και τη Μυτιλήνη. Και φυσικά συνέχισε να τον εμπνέει η ιδιαίτερη πατρίδα του, το Ηράκλειο αλλά και ολόκληρη η Κρήτη , ακόμα κι όταν είχε μόνιμα εγκατασταθεί στην Αθήνα.
Το ημερολόγιο της ΑΓΕΤ-Ηρακλής του 1966, που είχε ως θέμα τη Θεσσαλονίκη, θα του δώσει την ευκαιρία να φιλοτεχνήσει μια σειρά από ακουαρέλες που, μαζί  μ’ αυτές του φίλου του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη, εικονογράφησαν το ημερολόγιο. Το λιμάνι και η ιχθυόσκαλα είναι απόψεις ονειρικές  μιας εποχής που δεν υπάρχει πια. Με τις γωνιές που επέλεξε να ζωγραφίσει, κάνει μια περιήγηση μέσα στους αιώνες. Σταματάει στην Αψίδα του Γαλερίου, στη Ροτόντα και στις βυζαντινές εκκλησίες της Θεσσαλονίκης, αλλά κυρίως στο Επταπύργιο και στα δρομάκια και τα σπίτια της παλιάς πόλης. Τον γοητεύουν κι εδώ τα χρώματα των σπιτιών της ΄Ανω πόλης και οι έντονοι συνδυασμοί τους,  που τονίζουν την αισθητική τους αξία.
Πολλές ακουαρέλες με θέμα τη φύση αλλά και τοπία, δουλεμένα με λάδι, τέμπερα ή αυγοτέμπερα, έχει φιλοτεχνήσει και από την Πελοπόννησο. Πηγή έμπνευσής του ήταν αρχικά το Ναύπλιο, αλλά και άλλες περιοχές, όπως η Μάνη, η Βαλύρα, η Ολυμπία και η αρχαία Σικυών, αλλά και τα Αντικύθηρα, κυρίως όμως η περιοχή του Ξυλοκάστρου, όπου ζούσαν τα καλοκαίρια με την σύζυγό του Σοφία, από τη δεκαετία του 1970 και μετά, στο κτήμα τους στα Καρυώτικα.
Ο Κορινθιακός κόλπος τον ενέπνευσε και για δυο από τα μεγαλύτερα έργα του. Το πρώτο, «Δύση σε παραθαλάσσιο τοπίο», το δούλεψε σε λάδι το 1973  και το εξέθεσε το 1974 στο Καλλιτεχνικό Πνευματικό Κέντρο «΄Ωρα», στην ατομική του έκθεση. Είναι έργο αφαιρετικό, αλλά και δυνατό με την καθαρότητα των γραμμών και των χρωμάτων του. Οι τέσσερις ζώνες, που σαφώς διακρίνονται, συνταιριάζονται αρμονικά σ’ ένα ενιαίο σύνολο: η αμμουδιά με τα ξερόκλαδα και τους χαμηλούς και ξερούς θαλασσινούς θάμνους, η ήρεμη θάλασσα με τη γυαλάδα που της δίνει το ηλιοβασίλεμα, η πορτοκαλιά εκτυφλωτική δύση που εισβάλλει στον ουρανό και αντανακλάται στη θάλασσα, ο ουρανός με τα λιγοστά σύννεφα την ώρα που το φως χάνεται και το γαλάζιο χρώμα σταχτιάζει.
Το άλλο έργο, η «Χειμωνιάτικη θάλασσα», είναι ένα τρίπτυχο δουλεμένο σε λάδι το 1976, που το εξέθεσε το 1977 στην ατομική του έκθεση στην γκαλερί «Κρεωνίδης». Τρία στοιχεία της φύσης –θάλασσα, γη και ουρανός– πρωταγωνιστούν στο λιτό αυτό έργο με τα γαιώδη χρώματα. Τα ξερά κλαδιά, οι βάρκες στην αμμουδιά και οι νεαροί περιπατητές είναι εικόνες συμβολικές που παραπέμπουν στο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον.
Παρόλο που από τη δεκαετία του ’70 ή ’80 και μετά δουλεύει περισσότερο στο ατελιέ, με άλλες τεχνικές και άλλα θέματα, η φύση πάντα τον συγκινεί και δεν σταμάτησε να την απαθανατίζει με την τόσο γνώριμη σ’ αυτόν τεχνική της ακουαρέλας έως τα τελευταία χρόνια της ζωής του.
Οι ακουαρέλες του Μανουσάκη είναι συνήθως έργα μικρών διαστάσεων –υπάρχουν και έργα που δεν ξεπερνούν τα 15 εκ.– γι’ αυτό και οι κριτικοί εκείνης της εποχής τον χαρακτήριζαν ως μικρογράφο. ΄Εγραφε στα 1952 ο ΄Αγγελος Προκοπίου, με την ευκαιρία της Δ΄ Πανελλήνιας ΄Εκθεσης Ζωγραφικής στο Ζάππειο: «Από τη σχολή αυτή των μικρογράφων θα ήθελα να υπογραμμίσω το ταλέντο του Γιώργου Μανουσάκη. Μου θυμίζει πάντα τους Μικρούς Δασκάλους της Ολλανδικής ηθογραφίας. Δεν είναι μόνον η χάρις που διακρίνει τις περιγραφές των εσωτερικών και των ταπεινών καφενείων της γειτονιάς, είναι κυρίως το ζεστό αίσθημα του ζωγράφου που τις χαρακτηρίζει. Στο ‘Καφενείο η Σάμος’ , στο ‘Εσωτερικό δωματίου της Πάτμου’  οι χρωματικές του κλίμακες έχουν το δώρο της μουσικότητος».
Παρόλο που τα έργα του καλύπτουν μια χρονική περίοδο μισού και πλέον αιώνα, διακρίνει κανείς την ίδια πάντα αγάπη για την απόδοση των γραφικών λεπτομερειών, την ευαισθησία για το χρώμα και το φως και τη μαεστρία του στην απόδοση της αρχιτεκτονικής –συνεδύαζε το μάτι του ζωγράφου με την ακριβή γραμμή του αρχιτέκτονα.
Ιδιαίτερα τον συγκινούν τα χρώματα με τα οποία οι νησιώτες, οι πρόσφυγες και οι απλοί άνθρωποι έβαφαν τα σπίτια και τα μαγαζιά, τα καράβια και τις βάρκες τους. Μας έχει διασώσει μια εκπληκτική γκάμα τέτοιων χρωμάτων στις ακουαρέλες του, όπως στα σπίτια της Κούλουρης, της Καισαριανής, στα Αναφιώτικα κάτω από την Ακρόπολη και στην Πλάκα, κι ακόμα στη Θεσσαλονίκη, στην Κρήτη, στις Κυκλάδες κι αλλού.  «Η αγάπη του χρώματος στους λαϊκούς τύπους», έγραφε σ’ ένα κείμενό του, «δεν είναι τίποτε άλλο από μια έκφραση χαράς της ζωής. Δεν περιορίζεται μόνο στις προσόψεις των σπιτιών, αλλά απλώνεται και στις προσόψεις των μαγαζιών, στις κουρελούδες, στις μπάντες και γενικά στο ντύσιμο των σπιτιών, εκτός από τις βάρκες, που τα ζωηρά χρώματα είναι παράδοση που ξεκινά από τα παλιά χρόνια».
Τα έργα του Μανουσάκη, πέρα από το ζωγραφικό τους ενδιαφέρον, είναι μαρτυρίες μιας εποχής που δεν απέχει πολύ από το σήμερα, δεν είχε όμως ανακαλυφθεί ακόμα, όπως έλεγε ο ίδιος, η «αξιοποίηση» και ο «εκσυγχρονισμός». Την πραγματικότητα αυτή τη διατύπωσε εύγλωττα στο σύντομο κείμενο που δημοσίευσε στα 1980 στην πρόσκληση για την έκθεση των σχεδίων του στην γκαλερί Σταυρακάκη στο Ηράκλειο, όπου μιλάει για «μαρτυρίες μιας εποχής που πέρασε και ενός κόσμου που χάθηκε».
Ο Μανουσάκης αγάπησε την Ελλάδα των απλών ανθρώπων και τα έργα που δημιούργησαν με τη γνώση που βγαίνει μέσα από την παράδοση, με ευαισθησία και άδολη αγάπη για τον τόπο τους. Γι’ αυτό και δεν ζωγραφίζει τα «μεγάλα» και  τα «απόμακρα» αλλά τα «καθημερινά» και τα «ταπεινά», αυτά που μας συντροφεύουν και μας συγκινούν, αυτά που μας δένουν με τον τόπο μας. Για τον Μανουσάκη δεν είναι ένα απλό ζωγραφικό στοιχείο, ούτε ένδειξη πατριωτισμού, είναι βαθιά πίστη στις ιστορικές αξίες και στη δύναμη της παράδοσης, που μόνο μέσα από τον σεβασμό και τη γνώση της μένουμε πραγματικά ελεύθεροι.
Από κάθε τόπο επιλέγει γωνιές που τον συγκινούν αλλά και εκφράζουν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της περιοχής. «Στη ζωγραφική του Μανουσάκη», έγραφε η Ελένη Βακαλό το 1952, «δεν μπορείς να ξεχωρίσεις τη μορφή από το θέμα, την προσφορά του δημιουργού στον κόσμο από την προσφορά του κόσμου στον δημιουργό και γοητεύεσαι σα να είσαι και εσύ ο ίδιος που ζεις μέσα στους πίνακες αυτούς».
Ιδιαίτερα τον συγκινούν οι εσωτερικοί χώροι, είτε πρόκειται για εκκλησίες, σπίτια, ταβέρνες, καφενεία ή μαγαζιά. Στις εκκλησίες –μικρά νησιώτικα εκκλησάκια συνήθως– μεταδίδει με τη ζωγραφική του την κατάνυξη που νιώθουμε μπροστά από ένα απλό υφασμάτινο βήλο της Ωραίας Πύλης ή ένα πολύχρωμα ζωγραφισμένο ξύλινο τέμπλο με τις λαϊκότροπες εικόνες του, κι ακόμα μπροστά σε τελείως απέριττες μορφές και στα απλά ξύλινα στασίδια, βαμμένα συχνά στα νησιά με μπλε φωτεινό χρώμα. Ιδιαίτερα τονίζει πολλές φορές σ’ αυτές τις εσωτερικές απόψεις μερικά γραφικά στοιχεία, όπως τον στολισμό της εκκλησίας στις γιορτές με βάγια και μυρτιές.
Οι εικόνες που μας έχει διασώσει από εσωτερικά σπιτιών είναι κυρίως από την Αθήνα και τα νησιά –από την Πάτμο, τον Πόρο και τη Μύκονο– αλλά και από το Ξυλόκαστρο και τη Θεσσαλονίκη. Η μαθητεία του στο εργοστάσιο επίπλων του Θρ. Αετόπουλου τον ωφέλησε, όπως έλεγε ο ίδιος, γιατί τον έμαθε να ξεχωρίζει τους ρυθμούς και να ζωγραφίζει με ακρίβεια τα  έπιπλα. Στις ακουαρέλες του με εσωτερικά δωματίων θαυμάζει κανείς την ικανότητά του στην απόδοση της λεπτομέρειας –πρόκειται για έναν χαρισματικό μικρογράφο. Η υφή, η στιλπνότητα και το χρώμα του ξύλου στα έπιπλα, τα μοτίβα, το χρώμα, τα κεντίδια και οι δαντέλες στα υφάσματα, τα μικροαντικείμενα, οι φωτογραφίες και οι καθρέπτες, όλα αποπνέουν την ξεχωριστή ατμόσφαιρα των ελληνικών παραδοσιακών σπιτιών. Οι καθρέπτες, απαραίτητο στοιχείο στην επίπλωση των παλιών σπιτιών, ήταν ένα θέμα ιδιαίτερα αγαπητό στον Μανουσάκη και ήταν από τους πρώτους που το πρόβαλλε τόσο με τα σχέδιά του όσο και με τις ακουαρέλες. Την πρωτοπορία μάλιστα αυτή, όπως έλεγε ο ίδιος, του την αναγνώριζε ο Σπύρος Βασιλείου, που είχε κι αυτός ιδιαίτερη αδυναμία στους καθρέπτες . Σ’ έναν πίνακά του ο Βασιλείου είχε τοποθετήσει στον καθρέπτη μια επιστολή που απευθυνόταν στον Γ. Μανουσάκη, για να δείξει, με τον πρωτότυπο αυτό τρόπο, ότι ο Μανουσάκης ήταν ο πρώτος διδάξας.
Με την ίδια ευαισθησία συλλαμβάνει και αποδίδει την ιδιαίτερη ζεστασιά ενός καφενείου, μιας ταβέρνας, ή ενός μαγαζιού. Το γεγονός ότι μεγάλωσε μέσα στο μαγαζί του πατέρα του –από τα πρώτα μαγαζιά που ζωγράφισε– εξηγεί ίσως, έως ένα σημείο, και την αγάπη του για τα μαγαζιά και την ικανότητά του να καταγράφει την εικόνα, αλλά και να μεταδίδει την ιδιαίτερη ατμόσφαιρα που αποπνέουν, καθώς και τα συναισθήματα που νιώθουμε όταν βρισκόμαστε σε τέτοιους χώρους. 
Τον συγκινούν ιδιαίτερα οι ταβέρνες και τα καφενεία με τους ξύλινους πάγκους και τα ζωγραφισμένα βαρέλια στο εσωτερικό, με τις μεγαλογράμματες επιγραφές στην εξωτερική όψη και τα τραπεζάκια και τις καρέκλες στα πεζοδρόμια και τις αυλές. Τα ξύλινα ή σιδερένια τραπεζάκια και οι ξύλινες ψάθινες καρέκλες, είτε βρίσκονται στην Αθήνα, είτε σε νησιώτικα σοκάκια, σε σκεπαστές βεράντες ή δίπλα στη θάλασσα, είναι ένα φιλικό κάλεσμα για ανάπαυλα και ψυχική γαλήνη.
 «Καταγράφει πιστά όσα βλέπει», έγραφε ο Α. Ξύδης  το 1976, «και μας μεταδίνει κάτι από τη συγκίνηση που ένοιωθε ο ίδιος ζωγραφίζοντας το θέμα που κάθε φορά έχει διαλέξει….Πρακτικός της ζωγραφικής, όχι της γραφικότητας, της απλότητας, όχι της αφέλειας, ακέραιος και όχι καμποτίνος, ο Μανουσάκης είναι ο ζωγράφος της απόλυτης  τιμιότητας». 
 

 
 

 

 


 

 
   

  
 
  
 

  
 
  
 

  


 

 

  

 

 

 

    
 

 
 

  
   


    

  

  

  

  
   
 
 
   
 
  

  



 

  

 
 
 
  
 
  


 


 

   
 
   
 

 

  
   
   

  
 

 
  
 
  

  




 



  

  






 

  


Σύντομα θα αναρτηθούν και άλλες ακουαρέλες του Γ. Μανουσάκη
 


ΣΗΜ.:  
1.   Τα κείμενα στη σελίδα προέρχονται κυρίως από το βιβλίο Γ. ΜΑΝΟΥΣΑΚΗΣ (Αγγελική Κόκκου - Μυρτώ Κουμβακάλη).
2.   Όλες σχεδόν οι φωτογραφίες των έργων που παρουσιάζονται στο Blog έγιναν από τον φωτογράφο έργων τέχνης Ανδρέα Σκιαδαρέση και ελάχιστες από τον Χρήστο Αδαμόπουλο.
3.   Οι πίνακες του Γιώργου Μανουσάκη που παρουσιάζονται στη σελίδα βρίσκονται σε Πινακοθήκες, Τράπεζες, Οργανισμούς, Ιδιωτικές συλλογές εσωτερικού και εξωτερικού και στο αρχείο του καλλιτέχνη.
4.   Στη σελίδα γίνεται μόνον παρουσίαση του πλούσιου καλλιτεχνικού έργου του Γιώργου Μανουσάκη και δεν πραγματοποιείται καμία εμπορική συναλλαγή. Το Blog «Αρχείο ζωγράφου Γ. Μανουσάκη» δεν αγοράζει ούτε πουλά έργα ζωγραφικής ή πάρεργα του καλλιτέχνη. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου